ὀρφανῶν

ὀρφανῶν
ὀρφανός
orphan
fem gen pl
ὀρφανός
orphan
masc/neut gen pl
ὀρφανός
orphan
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • TUTELA — I. TUTELA Dei vel deae signum, prorae navis impositum, unde navi nomen. Solebant namque Veteres Tutelae nomine naves appellare, ut observa vit in ad Petronium Animadv. Iohannes a Wouweren, ex Servio ad l. 10. Aen. Solent naves nomina accipere, a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συνορφανιστής — ὁ, Α πιθ. ο μαζί με άλλον φύλακας τών ορφανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρφανιστής «επίτροπος τών ορφανών»] …   Dictionary of Greek

  • ορφανιστές — Είναι γνωστοί και ως ορφανοφύλακες. Εκείνοι, που μαζί με τον πρώτο άρχοντα της αθηναϊκής πολιτείας, προστάτευαν τα ορφανά όσων Αθηναίων σκοτώθηκαν σε μάχες. Την ανατροφή των ορφανών είχε αναλάβει με έξοδά της η αθηναϊκή πολιτεία. Στην επίσημη… …   Dictionary of Greek

  • ребенок — род. п. нка, мн. ребята, диал. робёнок, робята, др. русск. робя, мн. робята, робъ раб , ст. слав. рабъ δοῦλος, робъ – то же (Супр.), болг. роб раб , сербохорв. ро̏б, род. п. ро̀ба, словен. ròb, род. п. roba, чеш. rоb раб . Праслав. *orbъ дало… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

  • επιτροπεία — Η ανάθεση σε ένα ορισμένο πρόσωπο (επίτροπο) της επιμέλειας του προσώπου και της περιουσίας ατόμων, τα οποία, λόγω ανηλικότητας, αναπηρίας ή ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους. Σε ε. υποβάλλονται οι αχειράφετοι… …   Dictionary of Greek

  • ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς …   Dictionary of Greek

  • ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κληρουχικός — κληρουχικός, ή, όν (Α) [κληρούχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κληρουχία, σε αποικία (α. «γῆ κληρουχική» γη για παραχώρηση, για διανομή σε κληρούχους, Αριστοφ. β. «κληρουχικός νόμος» μετάφρ. στα Ελληνικά τού λατ. lex agraria από τον Πλούτ. γ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”